- πάγχυ
- πάγχυ (Α)επίρρ. (επικ., ιων. και αιολ. τ. τού πάνυ) παντελώς, εντελώς, εξ ολοκλήρου.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πάγχυ έχει προέλθει κατά μία άποψη από συμφυρμό ενός αμάρτυρου τ. *πάγ-χι (< παν-, βλ. λ. πας + μόριο -χι, πρβλ. ᾗχι, ναί-χι) και τού ληκτικού τού πάνυ*, παρ' ότι το πάνυ δεν χρησιμοποιείται στον Όμηρο. Κατ' άλλους, το επίρρ. έχει σχηματιστεί από το *πάν ἀγχύ (αρχ. ινδ. amhu-, πρβλ. άγχω). Κατ' άλλους, τέλος, το επίρρ. πάγχυ έχει σχηματιστεί ή με ανομοιωτική αποβολή τού -ν- από αμάρτυρο *πάγχνυ (πρβλ. πρόχνυ) ή έχει ως β' συνθετικό -χυ από το θ. τού χέω].
Dictionary of Greek. 2013.